Γράφει ο Παντελής Παντελόγλου στον "Κόσμο της Νέας Φιλαδέλφειας"
Ο θάνατος είναι αναπόδραστος. Η σκιά του θανάτου πέφτει αδιάκοπα πάνω στις ανθρώπινες δραστηριότητες, αλλά και στον καθένα μας ξεχωριστά. Τι μένει απ’ τις πράξεις μας, αφού αφήσουμε αυτόν τον μάταιο κόσμο για να κινήσουμε για το τίποτα;
Ο Κώστας Π. Παντελόγλου, ο πατέρας μου, που πέθανε στα 79 του τη Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022 και κηδεύτηκε την Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022 στον Κόκκινο Μύλο σε στενό οικογενειακό κύκλο, σύμφωνα με την επιθυμία του, ήταν ο πιο επίμονος άνθρωπος που γνώρισα. Οι δεκαετίες περνούσαν, ο θεαματικός κόσμος που μας περιβάλλει άλλαζε ως προς τις μορφές του τουλάχιστον, ωστόσο εκείνος παρέμεινε ως το τέλος βασισμένος σε έναν κύκλο αρχών και αντιλήψεων, τον οποίο, αφού διαμόρφωσε σε νεανική ηλικία, επέλεξε συνειδητά να μην εγκαταλείψει ποτέ: ειρήνη, δημοκρατία, επιστήμη, ανθρωπισμός, στην κατεύθυνση του να πάψει να υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Υπό το βάρος της εμπειρίας, η αισιοδοξία της πρώτης εποχής συλλογικής δράσης, της εδαΐτικης άνοιξης του ’60, αποκρυσταλλώθηκε σε συνείδηση ότι δεν αρκούν οι ωραίες ιδέες για ν’ αλλάξει ο κόσμος προς το καλύτερο, αλλά απαιτείται και πολλή δουλειά. Ποιος θα την κάνει; Κατά τη γνώμη του, εκείνοι που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, από κοινού με όσους γνωρίζουν καλύτερα τον κόσμο μέσα από τις επιστημονικές τους πειθαρχίες· κι αυτό το από κοινού σήμαινε επί της αρχής, κατά την άποψή του, μέσα από τις δεδομένες μορφές συλλογικής πολιτικής οργάνωσης, δηλαδή από τα πολιτικά κόμματα που λένε πως εκφράζουν τους καταπιεσμένους και έχουν την υποχρέωση να εκτελέσουν το έργο της αλλαγής του κόσμου. Όμως κατά την εμπειρία του, κανένα τέτοιο ελληνικό πολιτικό κόμμα (ήτοι οι άνθρωποί τους και οι επαγγελματικοί μηχανισμοί τους, οι οποίοι δεν είναι απλώς ένα άθροισμα των ανθρώπων τους) δεν ανέλαβε αυτή την ευθύνη μέχρι σήμερα. Το αντίθετο, μάλιστα: η μεταπολίτευση βρήκε τη “συμφιλιωμένη” ελληνική κοινωνία ανίκανη να θέσει τον δάκτυλο επί του τύπου των ήλων και ναρκοθέτησε κάθε πιθανότητα βαθιάς κοινωνικής αλλαγής όπως την εννοούσε ο ίδιος.
Αυτή η “αισιοδοξία της βούλησης και απαισιοδοξία της πράξης”, που θα έλεγε κι ο Γκράμσι, ο μόνος από τους θεωρητικούς του παλιού κομμουνιστικού κινήματος που κατά τη γνώμη του κρατούσε ακόμη, και στον οποίο επέστρεφε κατά καιρούς, τον οδήγησε στο μόνο που του επέτρεπε η ηθική του συγκρότηση να κάνει για να μην εγκαταλείψει τις αρχές και τις αντιλήψεις του: να ανάψει ένα μοναχικό κερί αντί για να παραπονιέται για το σκοτάδι.
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, άφησε πίσω του την άμεση συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές, αλλά και στα όργανα του τεχνικού κόσμου, όπου συμμετείχε ως πολιτικός μηχανικός, και πήρε τον δύσκολο δρόμο της αυτονόμησης. Εκτός πολιτικής, εκτός πανεπιστημίου και ερευνητικών κέντρων, εκτός ακόμη και του επαγγέλματος του πολιτικού μηχανικού, όταν αρνήθηκε να χτίσει αυθαίρετα, θα έλεγε κανείς ότι είναι θαύμα που αυτή η αυτονόμηση άντεξε άλλα σαράντα χρόνια και μέσα σ’ αυτή μεγαλώσαμε κι εμείς σαν παιδιά του – για να μην αναφέρουμε πόσο επίπονη υπήρξε ειδικότερα την τελευταία εικοσαετία, που αντιμετώπισε και σοβαρά προβλήματα υγείας, όχι άσχετα με τον δύσκολο δρόμο που είχε επιλέξει.
Δεν θεωρούσε ότι οι θέσεις που υποστήριζε ήταν ανεδαφικές. Ήταν οπαδός της άποψης και του Ρήγα ότι “όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά”. Με την εκτεταμένη δουλειά μυρμηγκιού στον χώρο της ιστορίας της ελληνικής τοπικής αυτοδιοίκησης και όχι μόνο, επιχείρησε να αποδείξει, και εν πολλοίς απέδειξε, ότι οι ριζοσπαστικές θέσεις δεν ανήκουν παρά σπανίως σε όσους σηκώνουν την παντιέρα της επανάστασης – κι αυτό γιατί για ν’ αλλάξει πράγματι ο κόσμος δεν σηκώνουμε πρώτα την παντιέρα και μετά σκεφτόμαστε πού θέλουμε να πάμε, αλλά το αντίστροφο. Και μάλιστα, αν σκεφτούμε πρώτα με τη βοήθεια μιας ανθρωποκεντρικής επιστήμης πού θέλουμε να πάμε, πιθανόν παρέλκει και η παντιέρα και ο ιστός της και αυτός που λέει ότι τη σηκώνει και μια σειρά άλλα παρασιτικά επαγγέλματα…
Οι θέσεις του ήταν κριτικές και γι’ αυτό αντιδημοφιλείς. Όμως υπήρξε δίκαιος και σκεφτόταν με διαύγεια και ηρεμία, χωρίς συμβιβασμούς, λέγοντας πάντα την αλήθεια. Όσοι ενοχλούνταν από τα προϊόντα της σκέψης του επέλεγαν αντί να αντικρούσουν τις θέσεις του να επιτεθούν ad hominem, λέγοντας τα τελευταία χρόνια ότι “ζούσε στον κόσμο του”. Βεβαίως και ζούσε στον κόσμο του – μόνο που ο κόσμος του ήταν πλατύς, ευγενικός, τρυφερός, δημιουργικός, με φαντασία και με αγάπη για τον άνθρωπο· ήταν το αντίθετο της κυρίαρχης ιδεολογίας στην πράξη, με ιώβεια υπομονή και χωρίς ταλαντεύσεις. Είχε φυσικά τα κουσούρια και τις αδυναμίες του, όμως αυτά δεν θολώνουν τη γενική εικόνα της ακεραιότητας με την οποία πορεύτηκε αποφασιστικά σε όλη τη ζωή του.
Σε μια σχετικά πρόσφατη συζήτησή μας περί του νοήματος της ζωής αυτής (και της κάθε ζωής), του έθεσα το γνωστό νιτσεϊκό ερώτημα αν θα ξανάκανε τα ίδια από την αρχή, στην υποθετική περίπτωση που θα του δινόταν η ευκαιρία. Δεν του άρεσαν αυτού του τύπου οι προσεγγίσεις, μια που η φιλοσοφία μάλλον του φαινόταν ξένη σε σχέση με τον πρακτικό χαρακτήρα της δικής του σκέψης, αλλά μου απάντησε πάνω-κάτω: “Φυσικά, δεν μετανιώνω για τίποτα κι αν στα ίδια σημεία βρισκόμουν μπροστά στις ίδιες επιλογές, πάλι τα ίδια θα έκανα”.
Μέσα στα χρόνια χρησιμοποίησε ξανά και ξανά δύο φράσεις βγαλμένες από γραφτά δύο στοχαστών που εκτιμούσε πολύ, οι οποίες νομίζω ότι συνοψίζουν και την οπτική του. Η μια ήταν η προτροπή του Δημήτρη Γληνού, που έθεσε και στην προμετωπίδα του πρώτου έντυπου Κόσμου της Ν. Φιλαδέλφειας το 1984: “Απαντάτε με θετική εργασία· μελετάτε σοβαρά, εμβαθύνετε επιστημονικά τις ιδέες σας, κηρύχνετέ τες με πίστη και ενθουσιασμό, πολεμάτε τίμια, ειλικρινά, παλληκαρίσια”. Η δεύτερη ήταν μια ανάλογη προτροπή του Δημήτρη Πικιώνη: “Μην οκνήσετε ποτέ, γιατ’ είναι γραμμένο πως το να μην μπορέσουμε ίσως κάποτε μας συγχωρεθεί, το να μην προσπαθήσουμε όμως ποτέ!”. Αν μη τι άλλο, αυτές τις προτροπές τις έκανε πράξη σε όλη του τη ζωή.
Ο θάνατος του Κώστα Π. Παντελόγλου αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στη στενή οικογένεια, στους ρόλους του ως συζύγου, πατέρα και παππού. Όμως η ζωή του ήταν πλήρης εμπειριών και η διανοητική και συναισθηματική του συγκρότηση αξιόπιστη, εμβριθής και ευαίσθητη και μ’ αυτή την έννοια θα παραμείνει οδηγός μας για το σήμερα και το αύριο, όπως αυτό διαμορφώνεται μέσα στο καμίνι της ζωής.
Σε αυτόν τον σύνδεσμο, το βιογραφικό του Κώστα Π. Παντελόγλου, συνταχθέν από τον ίδιο.
Αντίο κι από την "Αλήθεια"
Με τον Κώστα Παντελόγλου δεν συναντηθήκαμε ποτέ. Επέλεξε, από τότε που έβγαλα την "Αλήθεια" στην πόλη, να μιλάμε εξ αποστάσεως, γιατί ήταν επιλογή του να αποτραβηχτεί από τον κόσμο και να σχολιάζει μέσω διαδικτύου. Λίγες φορές συμφωνούσαμε, τις περισσότερες είχαμε διαμετρικά αντίθετες απόψεις.
Αυτό, όμως, καθόλου δεν με δυσκολεύει να χαρακτηρίσω μεγάλη απώλεια για την πόλη την εκδημία του Παντελόγλου. Ήταν ένας άνθρωπος που στην πράξη αγαπούσε την πόλη μας και την Αυτοδιοίκηση, που είχε συγκεντρώσει ένα μοναδικής αξίας αρχείο και που -κι ΑΥΤΟ είναι κατ' εμέ το μεγαλύτερο χάρισμα που του αναγνωρίζω- το θάρρος να πει καθαρά αυτά που πιστεύει, κόντρα στο ρεύμα, κόντρα στους πολλούς, κόντρα στη ροή των γεγονότων.
Χρειαζόμαστε τέτοιους ανθρώπους, ανεξαρτήτως των απόψεών τους και του αν μας αρέσουν ή όχι. Ο Κώστας Παντελόγλου υπήρξε ενεργός πολίτης με όλη τη σημασία της λέξης, κι ως τέτοιον τον αποχαιρετώ. Αποχαιρετώ έναν ιδεολογικό και πολιτικό αντίπαλο, με τον οποίο ήταν τιμή μου να αντιπαρατίθεμαι. Η πόλη μας γίνεται πραγματικά, όχι στα λόγια, φτωχότερη χωρίς τον Κώστα Παντελόγλου. Αντίο!
Διαμαντής Σεϊτανίδης