του Διαμαντή Σεϊτανίδη
Τον είδα πρώτη φορά από κοντά σε ένα φιλικό παιχνίδι της ΑΕΚ. Ούτε θυμάμαι ποιο. Δεν είχα ξαναπάει στο γήπεδο, παρά το ότι τελείωνα το γυμνάσιο. Ο πατέρας μου, ήταν ΑΕΚτζής «θεωρητικά». Δηλαδή από απόσταση. Έτσι, το «βραβείο» για τους καλούς μου βαθμούς, που ήταν η πρώτη μου επίσκεψη στο γήπεδο, ανέλαβε να το πραγματοποιήσει ένας θείος μου.
Αγόρασε δυο εισιτήρια ορθίων, στο κάτω μέρος από τις εξέδρες, με το επιχείρημα «ο μικρός είναι ψηλός, θα βλέπει». Βάλαμε δυο γκολ, βρέθηκα δυο φορές στην αγκαλιά του θείου να του φιλάω την... καράφλα!
Κι εκείνος, ήταν εκεί, δέκα- είκοσι μέτρα μακριά μου, ολοζώντανος, όχι πίσω από το γυαλί της ασπρόμαυρης τηλεόρασης. Ήταν εκεί, μπροστά μου. Ο Μαύρος! Ο θεός! Ο Θ(Ε)ΩΜΑΣ, που έγραφε τότε ο σαββατιάτικος "Δικέφαλος" του Νίκου Νικόπουλου.
Πέρασαν μπροστά στα μάτια μου οι περίτεχνες κινήσεις του, τα απίθανα γκολ του. Το τακουνάκι στον Βάγκνερ, στο θρίαμβο επί της Ντέρμπι. Το απευθείας σουτ- γκολ στον Ερυθρό Αστέρα, κυρίως όμως ο κεραυνός που άνοιξε το σκορ με την ΚΠΡ, αλλά και η επέλαση του θεού, που λίγο αργότερα πέρασε όλη την αγγλική ομάδα πριν στείλει τη μπάλα να αναπαυθεί στο πλεκτό.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι ο Μαύρος μόνος του νίκησε τον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκη (1983) και τον απέκλεισε από το κύπελλο; Ένας Μαύρος- σαΐτα, που κανείς αντίπαλος δεν μπορούσε να τον φτάσει. Κι άλλα, πολλά... Ο Μαύρος είναι κλασικό παράδειγμα για τους λόγους που το ποδόσφαιρο ασκεί τόσο μεγάλη, ανεξήγητη με τη λογική, έλξη στο σύγχρονο άνθρωπο.
Ο μικρόκοσμος του γηπέδου στη Νέα Φιλαδέλφεια, τότε, συντηρούσε διάφορες αφηγήσεις για το φαινόμενο Θωμάς Μαύρος. Άλλοι έλεγαν ότι μετά το τέλος της προπόνησης, όταν οι άλλοι παίκτες έφευγαν για τα σπίτια τους, ο Μαύρος ξεκινούσε καπάκι τη δεύτερη, δική του –ατομική προπόνηση. Άλλοι έλεγαν ότι είχε ζητήσει από την ΑΕΚ να του φτιάξουν ένα τείχος με ομοιώματα παικτών, για να εξασκείται στα φάουλ με φάλτσο. Κι άλλοι έλεγαν άλλα, που δεν θυμάμαι καλά...
Αυτή τη μαγική εποχή, που είχε αρχίσει να σκονίζεται στις άκρες της μνήμης μου, ήλθε να ξαναφωτίσει το βιβλίο, που έχει τίτλο ένα σύνθημα το οποίο φώναξα κι εγώ, πολλές φορές στο γήπεδο, ξεχειλίζοντας από αδρεναλίνη: «Ποιος, ποιος, ποιος; Ο Μαύρος ο Θεός».
Το βιβλίο του Μαύρου δεν είναι γραμμένο για το ποδόσφαιρο. Είναι για τη ζωή. Είναι η παρουσίαση όλων αυτών που χάνουν οι οπαδοί της ήσσονος προσπάθειας. Του «χαλαρά» στη ζωή. Η αληθινή ζωή, η ζωή των νικητών είναι συνεχής αγώνας, μάχες, μια διαρκής προσπάθεια να ξεπεράσεις τον εαυτό σου, τον μεγάλο σου αντίπαλο. Αυτό το συναντάς στο βιβλίο, ήδη από την πρώτη του σελίδα, που ο Μαύρος το αφιερώνει «στον Πατέρα μου, που με δίδαξε να μάχομαι, που με έμαθε να σέβομαι, που μου εμφύσησε την αγάπη μου για το ποδόσφαιρο». Σε μια φράση, σε δυο γραμμές, μια ολόκληρη φιλοσοφία ζωής. Και στην τελευταία σελίδα, η ύστατη παρακαταθήκη του Θωμά Μαύρου προς όλο τον κόσμο του ποδοσφαίρου, ίσως και του αθλητισμού γενικότερα: «Έφυγα από τα γήπεδα αξιοπρεπής και με τη συνείδησή μου ήσυχη, γιατί πάντα ήμουν συνεπής στη δουλειά μου... Είμαι ευτυχής για την πορεία μου». Τα ενδιάμεσα, σας συνιστώ ανεπιφύλακτα να τα διαβάσετε στο βιβλίο που έγραψε ο ίδιος ο Μαύρος, με την επιμέλεια της Μαρίας Ντότσικα, της «ψυχής» της Ελληνοεκδοτικής, και που ρέουν σαν νερό μπροστά στα μάτια σας. Το "ρούφηξα" σε ένα απόγευμα, ένα βιβλίο σχεδόν 400 σελίδων.
Κι εμείς είμαστε ευτυχείς, που γνωρίσαμε και πήραμε μαθήματα ζωής από αυτόν τον μεγάλο αθλητή.-