Του Διαμαντή Σεϊτανίδη
Ένα σοβαρό ζήτημα, που νομίζαμε ότι έχει ήδη επιλυθεί για την πόλη, επανήλθε στην τοπική επικαιρότητα με μια ακατανόητη απόφαση της διοίκησης του δήμου. Πρόκειται για τις προδιαγραφές σχετικά με τη λειτουργία οίκων ανοχής στην πόλη. Θυμίζω ότι το θέμα είχε έλθει για πρώτη φορά στο δημοτικό συμβούλιο προ ετών με πρωτοβουλία του τότε προέδρου του σώματος Παντελή Γρετζελιά, ο οποίος υπήρξε και σφοδρός πολέμιος της λειτουργίας τέτοιων οίκων. Η προσπάθεια αυτή είχε αποτύχει τότε, και ένας οίκος ανοχής, που πληρούσε όλα τα νόμιμα προβλεπόμενα, λειτουργούσε κανονικά.
Παρακάμπτω, προς το παρόν, τα νομικά ζητήματα της υπόθεσης, όπως το ότι η αίτηση για νέα άδεια στο ίδιο σημείο υπεβλήθη εν όσω διαρκούσαν οι προϋποθέσεις που νομίμως την εδικαιούτο, ή ότι υπέρ της λειτουργίας του απεφάνθη ομοφώνως η σχετική επιτροπή, στην οποία μετείχε και μέλος της δημοτικής πλειοψηφίας. Τα νομικά ζητήματα που εγείρονται θα τα δούμε και θα τα συζητήσουμε εν καιρώ τω δέοντι. Τώρα, πάμε στην ουσία:
Η εύκολη απάντηση στο ερώτημα «γιατί δεν θέλετε να λειτουργεί οίκος ανοχής στην πόλη, νόμιμος, ελεγμένος, πληρών όλους τους όρους υγιεινής και ασφάλειας;» είναι η ηθικολογική απάντηση. Μακριά από μας να είναι, κι ό,τι θέλει ας είναι. Ο λαός μας αυτό το λέει με μια λέξη: «στρουθοκαμηλισμός», δηλαδή βάζουμε το κεφάλι στην άμμο για να μη βλέπουμε τι γίνεται γύρω μας, και πείθουμε τον εαυτό μας ότι αφού εμείς δεν το βλέπουμε, άρα αυτό, δεν υπάρχει. Πόσο περισσότερο να υποτιμήσει κανείς τη νοημοσύνη του πολίτη;
Είναι ανάγκη, λοιπόν, να θυμίσω στους κυρίους και τις κυρίες της διοίκησης του δήμου, αλλά και σε όποιον ασπάζεται αυτή την αναχρονιστική και άκρως επικίνδυνη άποψη (θα εξηγήσω γιατί είναι άκρως επικίνδυνη) ότι ζούμε στην Ελλάδα του 2016. Δηλαδή σε μια ανοικτή κοινωνία, που επιτρέπει το μέγιστο βαθμό ελευθερίας στους πολίτες της, υπό την προϋπόθεση της ελευθερίας του διπλανού τους, εννοείται.
Μια ανοικτή κοινωνία του 21ου αιώνα, δεν μπορεί να αδιαφορεί –και μάλιστα δια της αυτοδιοίκησης- στην ανάγκη νέων ανθρώπων που δεν έχουν συναισθηματική σχέση, να ικανοποιούν τη γενετήσια ορμή τους. Η επιστήμη δεν την ονομάζει τυχαία «ορμή». Περί ορμής, πρόκειται. Συνεπώς εάν μιλάμε για αληθινά προοδευτικές (κι όχι κατ ‘όνομα ή κατ’ ευφημισμό) πολιτικές, η αναγνώριση αυτής της ανάγκης είναι εκ των ων ουκ άνευ. Άλλωστε αν υπήρχε το οιοδήποτε πρόβλημα, η σχετική δραστηριότητα θα ήταν εκτός νόμου. Δεν είναι, όμως.
Δεν είναι, αλλά κινδυνεύει να γίνει εάν επικρατήσει η άποψη της διοίκησης του δήμου, δηλαδή γίνει εκ των πραγμάτων αδύνατη η λειτουργία ενός νομίμου, υπό έλεγχο και πληρούντος όλες τις προϋποθέσεις ατομικής υγιεινής και ασφάλειας οίκου ανοχής. Διότι, ερωτώ απλά: Εάν ένας συμπολίτης μας θέλει να ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή του, αλλά δεν βρίσκει τρόπο μέσα από όλες τι νόμιμες προδιαγραφές, ερωτώ: θα καταφύγει στην παρανομία; Ή έστω: κινδυνεύει να καταφύγει στην παρανομία; Γιατί λοιπόν η διοίκηση του δήμου, που αποφάσισε ρύθμιση η οποία απαγορεύει τη λειτουργία έστω κι ενός νομίμου οίκου ανοχής, γιατί λέω αυτή η διοίκηση δεν έχει κατορθώσει ως τα σήμερα να κλείσει τους παράνομους, χωρίς ελέγχους υγιεινής και νομιμότητας, άλλους οίκους ανοχής που εδρεύουν στην πόλη μας; Η απάντηση «κάνει προσπάθειες» δεν καλύπτει κανέναν και δεν ενδιαφέρει κανέναν. Το αποτέλεσμα μετράει στην πολιτική, όχι οι προσπάθειες και οι προθέσεις.
Και το αποτέλεσμα σήμερα είναι ότι ενώ η διοίκηση δεν έχει καταφέρει να κλείσει τους παράνομους, χωρίς συνθήκες υγιεινής κι έλεγχο από την Πολιτεία οίκους ανοχής της πόλης, εν τούτοις απαγορεύει με δόλο (θα το εξηγήσω) τη λειτουργία του μοναδικού νομίμου οίκου ανοχής που λειτουργεί επί χρόνια στην πόλη μας. Σε τι συμπεράσματα οδηγείται ο αναγνώστης;
Περαιτέρω: Πώς μπορεί να αντιδράσει η διοίκηση του δήμου εάν δίπλα (όταν λέμε «δίπλα» εννοούμε ΜΕΣΟΤΟΙΧΙΑ) σε ένα σχολείο ή σε μια εκκλησία, λειτουργεί ένας οίκος ανοχής παρανόμως, με κλείσιμο ραντεβού μέσω διαδικτύου, έλεγχο των στοιχείων του πελάτη και «φιλοξενία» του σε διπλανά δωμάτια; Απάντηση: Δεν μπορεί να αντιδράσει με κανένα τρόπο, πρώτον διότι δεν θα το μάθει. Δεύτερον, διότι και να το μάθει, δεν έχει δικαιοδοσία να ασκήσει έλεγχο υγιεινής κλπ. Και τρίτον, διότι ειδικά σε αυτό το πεδίο δράσης, οι παράνομοι διαθέτουν περισσότερους πόρους για τις επιδιώξεις τους. Άρα, ποιο πραγματικό σκοπό υποκρύπτει η δόλια μεθόδευση για παύση της λειτουργίας ενός νομίμου οίκου ανοχής; Ιδού η απορία.
Πάμε πιο κάτω: Το κλείσιμο ενός νομίμου (επιμένω στο νομίμου διότι τα θέματα υγιεινής είναι κατά τη γνώμη μου κεφαλαιώδη σε αυτή την περίπτωση) οίκου ανοχής στην πόλη, πρέπει –ξέρω πολύ καλά τι γράφω- να ανησυχήσει πολύ τουλάχιστον τους γονείς κοριτσιών που ζουν και κινούνται στους δρόμους και στα στενά της πόλης μας. Όταν σε κάποιον αρνείσαι την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής, δεν έχει πολλούς δρόμους: ή υποκριτικά θα διεκδικήσει μια συναισθηματική σχέση, ώστε να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, ή θα αναζητήσει αυτή την ικανοποίηση με πιο... επιθετικό τρόπο. Κανείς από όλους εμάς που έχουμε μικρά κορίτσια στις οικογένειες μας δεν ανέχεται ούτε το πρώτο, ούτε το δεύτερο. Εκτός εάν η διοίκηση του δήμου είναι εναντίον και του προγαμιαίου έρωτος. Να μας το πεί, για να τραγουδάμε μαζί της "να το πάρεις το κορίτσι"...
Να συνεχίσω; Κανείς από τη διοίκηση του δήμου δεν κινείται μετά τις 7-8 το βράδυ επί της Πατησίων; Εκεί από όπου περνούν τουλάχιστον οι μισοί συμπολίτες μας από και προς τη δουλειά τους ή την κοινωνική τους ζωή; Δεν έχει δει τις παράνομες έγχρωμες νεαρές, καταμεσίς του δρόμου, έτοιμες να ικανοποιήσουν κάθε ενδιαφερόμενο; Χωρίς ελέγχους, χωρίς κανόνες υγιεινής, χωρίς πιστοποιητικά. Όλη η πόλη τα βλέπει. Η διοίκηση του δήμου ακόμα το κεφάλι στην άμμο έχει θαμμένο; Θέλει να επεκταθούν ως την πόλη μας; Τότε θα... ανησυχήσει; Μα, τότε θα είναι αργά, κύριοι και κυρίες...
Και τέλος: Αυτή η πουριτανική αριστερά, τι σχέση έχει, αλήθεια, με την αριστερά της ανοχής, των ατομικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των μειοψηφιών;
Προς το παρόν, θα σταματήσω εδώ. Αλλά θα επανέλθω, σίγουρα...